συμβρασθέντος

συμβρασθέντος
σύν-βράσσω
shake violently
aor part pass masc/neut gen sg
σύν-βράζω
boil
aor part pass masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμβράσσομαι — ΜΑ και αττ. τ. συμβράττομαι Α μσν. φρ. «καγχασμῷ συμβράττομαι» μτφ. πεθαίνω από τα γέλια, σκάω στα γέλια αρχ. 1. βράζομαι μαζί με κάτι άλλο («ἐμβληθέντος νίτρου συμβρασθέντος», Γαλ.) 2. εκβράζομαι, ξεβράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βράσσω / ομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”